πυγμαίος

πυγμαίος
-α, -ο / πυγμαῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει μέγεθος πυγμής, σπιθαμιαίος, κοντορεβιθούλης, νάνος
2. κοντόσωμος, μικρόσωμος
νεοελλ.
(το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Πυγμαίοι
κάθε ανθρώπινη ομάδα τής οποίας οι ενήλικοι άνδρες φθάνουν σε ύψος μικρότερο από 150 εκατοστόμετρα
αρχ.
1. (το αρσ. στον πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Πυγμαῑοι
α) φυλή νάνων που κατοικούσε στην περιοχή τού Άνω Νείλου τής Αιθιοπίας («ὅθεν ὁ Νεῑλος ῥεῑ
ἔστι δὲ ὁ τόπος οὗτος περὶ ὅν οἱ Πυγμαῑοι κατοικοῡσιν», Αριστοτ.)
β) μυθικός λαός που κατοικούσε στη νήσο Θούλη
2. φρ. «τὰ Πυγμαίων» — η χώρα τών Πυγμαίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυγμή + κατάλ. -αῖος (πρβλ. μοιρ-αίος). Τη λ. δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. pygmy, γαλλ. pygmee].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πυγμαῖος — a masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυγμαίος — α, ο 1. αυτός που έχει το μέγεθος πυγμής, σπιθαμιαίος, νάνος, κοντορεβιθούλης. 2. ως ουσ., Πυγμαίοι λαός μικρόσωμων ανθρώπων της Αφρικής και της Ασίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυγμαῖον — πυγμαῖος a masc acc sg πυγμαῖος a neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυγμαῖα — πυγμαῖος a neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυγμαῖοι — πυγμαῖος a masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυγμαίων — πυγμαί̱ων , πυγμαῖος a fem gen pl πυγμαί̱ων , πυγμαῖος a masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • пигмей — Книжное заимствование через нем. Руgmäе (часто в XVIII в.; см. Шульц–Баслер 2, 743) или франц. pygmee из лат. руgmаеus от греч. πυγμαῖος величиной с кулак , πυγμή кулак ; см. Преобр. II, 57; Дорнзейф 24 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Pygmaeocereus — bylesianus Systematik Kerneudikotyledonen Ordnung: Nelkenartige …   Deutsch Wikipedia

  • Pygmäen — ist ein seit dem 19. Jahrhundert eingebürgerter und weiterhin gängiger, aber ethnologisch unbrauchbarer Sammelbegriff für eine Gruppe afrikanischer Völker. Er bezeichnet eine Vielzahl kulturell unterschiedlicher Gesellschaften in Zentralafrika,… …   Deutsch Wikipedia

  • пигмеи — (иноск.) люди нравственно ничтожные Ср. Для толпы он велик, для толпы он пророк; Для себя он ничто, для себя он пигмей!.. Надсон. Видишь вот он! Ср. Любил среди своих блужданий Отчизну бедную свою. Ее метелями обвеян, Ее пигмеями осмеян Он жить… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”